-
1 ὑγιής
ὑγιής, ές, gesund, wohlauf, munter, bei voller Kraft; des Leibes, τὸ ὑγιὲς τοῦ σώματος, im Ggstz von νοσοῦν, Plat. Conv. 186 b, u. öfter; auch Ggstz σαϑρός, Theaet. 179 d; ὑγιέα ἀποδέξαι, ποιεῖν τινα, gesund machen, Her. 3, 130. 133; σῶν καὶ ὑγιᾶ καταστήσειν, Thuc. 3, 34; – von der Seele; Hom., μῦϑος, ein heilsames od. verständiges Wort, Il. 8, 524; λόγος, βούλευμα, Her. 1, 8. 6, 100; ὦ μηδὲν ὑγιὲς μηδ' ἐλεύϑερον φρονῶν, Soph. Phil. 994; τὰς πρὶν φρένας οὐκ εἶχες ὑγιεῖς, Eur. Bacch. 946; μηδὲν ὑγιὲς λέγειν, nichts Gesundes, Vernünftiges sagen, Phoen. 209, u. öfter, wie Ar. Th. 636; ὑγιὲς οὐδέν, Ach. 920; Th. 394 u. öfter; u. in Prosa: ὡς οὐδὲν αὐτῶν ὑγιὲς διανοουμένων, Thuc. 3, 75, vgl. 4, 22; πιστὸς καὶ ὑγιής, Plat. Legg. I, 630 b; ἐπ' οὐδενὶ ὑγιεῖ οὐδ' ἀληϑεῖ, Rep. X, 603 b; μηδὲν ὑγιὲς λέγοντες μηδὲ ἀληϑές, Phaedr. 242 e; εἴ τι νῦν ἡμεῖς ὑγιὲς λέγομεν, Theaet. 194 b, u. öfter; auch adv., εἰ μέλλει ὑγιῶς κρίνειν τὰ δίκαια, Rep. III, 409 a; Folgde; οὐχ' ὑγιές ἐστι τὸ λεγόμενον, Pol. 9, 22, 10; adv., πάντα ταῦτα ὑγιῶς καὶ ἁπλῶς καὶ δικαίως πεπολίτευμαι, Dem. 18, 298. – Ein unregelmäßiger Comparativ ὑγιώτερος wird im E. M. aus Sophron citirt.
-
2 ἀσκέω
ἀσκέω, 1) sorgfältig, künstlich bearbeiten, verzieren; ἤσκειν εἴρια καλά, 3. sing., Iliad. 3, 388; ἑανόν, ὅν οἱ Ἀϑήνη ἔξυσ' ἀσκήσασα 14, 179; ϑρόνον – Ἥφαιστος τεύξει ἀσκήσας 14, 240; κέρα – τὰ μὲν ἀσκήσας κεραοξόος ἤραρε τέκτων 4, 110; κρητῆρα – Σιδόνες πολυδαίδαλοι εὖ ἤσκησαν 23, 743; ἅρμα δέ οἱ χρυσῷ τε καὶ ἀργύρῳ εὖ ἤσκηται 10. 438; ἑρμῖν' ἀσκήσας Od. 23, 198; χρυσόν – ὁ δ' ἔπειτα βοὸς κέρασιν περίχευεν ἀσκήσας 3, 438; χορόν, τῷ ἴκελον οἷόν ποτε Δαίδαλος ἤσκησεν Ἀριάδνῃ, ein Bildwerk, Iliad. 18, 592, vgl. Paus. 9, 40, 2; ἡ μὲν τὸν πτύξασα καὶ ἀσκήσασα χιτῶνα, sorgfältig putzen u. reinigen, Od. 1, 439. Uebh. zieren, schmücken, ἠσκημένη πέπλοις Aesch. Pers. 178; Soph. El. 444; κόσμῳ Her. 3, 1, u. öfter; οἶκος ἠσκημένος, künstlich geschmückt, 2, 130; übh. ausrüsten, 'Έλληνες ναυσίν, ἀσπίσιν ἠσκημένοι Eur. I. A. 83; σῶμ' ὃπλοις ἠσκήσατο Hel. 1395; ἀσκεῖν εἰς κάλλος El. 1073. – 2) = ϑεραπεύειν, verehren, δαίμονα Pind. P. 3, 109; ϑέμις ἀσκεῖται Ol. 8, 22 N. 9, 8. Daraus entspringt die bei den Att. gew. Bdtg, üben, ausüben, wie Her. τέχνην, πεντάεϑλον 3, 125. 9, 33 sagt; auch δικαιοσύνην, ἀληϑηΐην 1, 96. 7, 209. So κακότητα Aesch. Prom. 1068; τὰ δίκαια Soph. O. C. 917; κακά Tr. 383; λαλίαν Ar. Nubb. 921; μηδὲν ὑγιές Plut. 50; τινά τι. Einen worin, 47; ἔρωτας, πόνον, ἀπάτας Eur. Hell. 1110; ἀσέβειαν Bacch. 476; λόγῳ ἠσκημένον, das vorgegebene, Soph. El. 1208. So stets in Prosa, σοφίαν καὶ ἀρετήν Plat. Euthyd. 283 a; σιωπήν, Stillschweigen beobachten, Xen. Cyr. 5, 3, 43; bes. σῶμα πρός od. εἴς τι, den Körper stärken, von athletischen u. gymnischen Uebungen, Mem. 1, 2, 19 Cyr. 2, 1, 20 u. Sp.; Phryn. in B. A. 17 erkl. τὸ ἀγωνιστικῆς ἐπιμελείας τυγχάνειν; auch ohne σῶμα, Plat. Lach. 128 e; στάδιον, παγκράτιον, sich im Wettlauf, P. üben, Legg. VII, 795 b; τὰ περὶ τὸν πόλεμον VIII, 832 b; c. inf., ἀσκῶ ποιεῖν, ich bemühe mich zu thun, Xen. Cyr. 5, 5, 12; εὐπετῶς φέρειν Mem. 2, 1, 6; εὖ ἠσκηκότες, den ἀνάσκητοι entgeggstzt, Cyr. 8, 8, 20; ἠσκημένος ἀνήρ Mem. 3, 13, 6; εἰς ἀγῶνα ἄμεινον ἡμῶν ἤσκηται Dem. 9, 52; auch Sp. Bei Is. 7, 14 παῖδα neben δι' ἐπιμελείας ἔχειν.
-
3 ἐλεύθερος
ἐλεύθερος, α, ον, auch 2. Endg, Aesch. Ag. 319 u. Eur. El. 869, eigtl. der hingehen (ΕΛΕΎΘΩ) kann, wohin er will, frei u. ungebunden, sein eigener Herr, im Ggstz des Gefesselten und des Knechts; Tragg. u. in Prosa; τοὺς μὲν δούλους ἠλευϑέρωσαν, τοὺς δ' ἐλευϑέρους κατέδησαν Thuc. 8, 15. Auch πόλις, πατρίς u. ä. Bei Hom. ἐλεύϑερον ἦμαρ, Tag der Freiheit, Freiheit, im Ggstz des δούλιον ἦμαρ, Il. 6, 455; ἐλ. κρητήρ, der der Freiheit zu Ehren gemischt wird, Il. 6, 528. Vom Geiste, φρήν, Pind. P. 2, 57; von Allem, was dem Freien ziemt; μηδὲν ὑγιὲς μηδ' ἐλεύϑερον φρονῶν Soph. Phil. 994; ἐλεύϑερος λόγος Tr. 63; ἦϑος Plat. Legg. V, 741 e; φρονήματα Rep. VIII, 567 a; – τὸ ἐλεύϑερον, die Freiheit, Her. 7, 103; Thuc. 2, 43; Plat. Legg. III, 697 e; τὸ τῆς πόλεως γενναῖον καὶ ἐλ., auf edle Freisinnigkeit gehend, Menex. 245 c. – Von Dingen; ἀγορά, freier Marktplatz, Xen. Cyr. 1, 3, 3; περιωπή, freie Aussicht, Ael. H. A. 15, 5; φυλακή, freie Hast, D. Sic. 4, 46; – τινός, frei, befrei't von Etwas; φόνου Aesch. Eum. 603; πημάτων Ch. 1056; φόβου Eur. Hec. 869; φόρων, s. ἐλευϑέρια; τῆς ζημίας, straflos, Plat. Legg. VI, 756 d; ἀπ' ἀλλήλων Legg. VIII, 832 d, wie Xen. Cyr. 3, 2, 23, unabhängig von einander. Bei Dem. 35, 21. 22 sind χρήματα ἐλ. schulden-, lastenfreie. – Adv. ἐλευϑέρως, Her. 5, 93 u. Folgde; τρέφεσϑαι Isocr. 4, 49, = ἐλευϑερίως.
-
4 ὑγιής
ὑγιής, ές, gesund, wohlauf, munter, bei voller Kraft; des Leibes; ὑγιέα ἀποδέξαι, ποιεῖν τινα, gesund machen; von der Seele; μῦϑος, ein heilsames od. verständiges Wort; μηδὲν ὑγιὲς λέγειν, nichts Gesundes, Vernünftiges sagen
См. также в других словарях:
περιελίσσω — ΝΜΑ τυλίγω κάτι γύρω από κάτι άλλο νεοελλ. 1. ναυτ. περιβάλλω, τυλίγω με λεπτή δετηρία άλλο χοντρότερο σχοινί, κν. πατερνάρω 2. φρ. «περιελισσόμενα φυτά» τα αναρριχώμενα φυτά αρχ. 1. περιστρέφομαι, κουλουριάζομαι γύρω από κάτι 2. κατασκευάζω γύρω … Dictionary of Greek
όμως — (ΑΜ ὅμως) (εναντ. σύνδ.) αλλά, παρ όλα αυτά, εν τούτοις, ωστόσο (α. «είχε πει ότι θα έλθει, όμως έχει αργήσει πολύ» β. «κατὰ ἄνθρωπον λέγω ὅμως ἀνθρώπου κεκυρωμένην διαθήκην οὐδεὶς ἀθετεῑ», ΚΔ) αρχ. 1. συχνά ενισχύεται με άλλα μόρια: άλλ ὅμως,… … Dictionary of Greek
Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… … Dictionary of Greek